ιεραρχώ

ιεραρχώ
-ησα, -ήθηκα, ιεραρχημένος, -η, -ο
1. αμτβ., είμαι ιεράρχης, εκτελώ τα ιεραρχικά καθήκοντα, αρχιερεύω.
2. μτβ., ταξινομώ ιδέες και φαινόμενα κατά ιεραρχική σειρά: Ιεραρχούνται τα κοινωνικά φαινόμενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιεραρχώ — ιεραρχώ, ιεράρχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιεραρχώ — (ΑΜ ἱεραρχῶ, έω) [ιεράρχης] εκτελώ καθήκοντα ιεράρχη νεοελλ. ταξινομώ όντα, φαινόμενα ή ιδέες με βάση τη σπουδαιότητα τους ή άλλο κριτήριο αρχ. είμαι ο θρησκευτικός αρχηγός, ο πνευματικός ηγέτης …   Dictionary of Greek

  • ιαραρχώ — ἱαραρχῶ, έω (Α) [ιαράρχης] ιεραρχώ …   Dictionary of Greek

  • ιεράρχηση — ἡ [ιεραρχώ] η κατάταξη διαφόρων καταστάσεων, φαινομένων και αξιών με βάση τη σπουδαιότητα τους ή με άλλο κριτήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”